Ιστορίες από τις προκριματικές των Δημοκρατικών
Ίντριγκα, σασπένς, αίμα και… χτυπήματα κάτω από τη ζώνη
Καθώς πλησιάζουμε τις κρίσιμες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ που θα διεξαχθούν στον προσεχή Νοέμβριο, οι υποψήφιοι για τα χρίσματα των κομμάτων εντείνουν τις προεκλογικές εκστρατείες τους, οι οποίες διεξάγονται σε αρκετά υψηλούς τόνους. Και μπορεί τα φώτα της δημοσιότητας να στρέφονται στον εκκεντρικό και συνάμα πληθωρικό ρεπουμπλικάνο δισεκατομμυριούχο Ντόναλντ Τραμπ, το πραγματικό ενδιαφέρον όμως είναι στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών.
Το απόλυτο φαβορί, η Χίλαρι Κλίντον αντιμετωπίζει το φάσμα της ήττας από ένα αουτσάιντερ, έναν πολιτικό που μέχρι πριν από έναν χρόνο ελάχιστοι γνώριζαν. Είναι ο Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος κατέρχεται αν όχι με… σχεδόν αριστερή ατζέντα, σίγουρα όμως θέσεις ριζοσπαστικές για τα πολιτικά ήθη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Με άλλα λόγια η προεκλογική εκστρατεία των Δημοκρατικών έχει μετατραπεί σε μία αμφίρροπη μάχη με ιδιαίτερο πολιτικό παρασκήνιο η οποία έρχεται να προστεθεί στη μακρά λίστα με ανάλογες διαδικασίες που άφησαν το στίγμα τους στο παρελθόν και επηρέασαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τον ρου της σύγχρονης ιστορίας.
Παρότι ο Σάντερς θεωρείται πολύ μεγάλος σε ηλικία, 74 ετών, οι ιδέες που πρεσβεύει φαίνεται να γοητεύουν κατά κύριο λόγο τις νεαρές ηλικίες. Οι ομιλίες που πραγματοποιεί σε κλειστά γήπεδα πανεπιστημίων ανά τις ΗΠΑ τυγχάνουν ενθουσιώδους υποδοχής, με τους οπαδούς του να τον υποστηρίζουν φανατικά.
Η ψήφος των εφήβων ήταν ο λόγος που επικράτησε με χαρακτηριστική άνεση της Χίλαρι Κλίντον στις προκριματικές εκλογές – βαρόμετρο της Πολιτείας Νιου Χάμπσαϊρ, ενώ και στην Αϊόβα παρότι έχασε για πολύ μικρή διαφορά, στις νεαρές ηλικίες κατέγραψε… χαοτική διαφορά έναντι της αντιπάλου του σε αυτές τις ηλικίες.
Ο γερουσιαστής από το Βέρμοντ γοητεύει με τις απόψεις του, οι οποίες ίσως και να μην έχουν ακουστεί ποτέ σε κεντρικό επίπεδο στις εκλογικές αναμετρήσεις των ΗΠΑ. Κατάφερε να στρέψει την εσωκομματική συζήτηση προς... αριστερά, υποσχόμενος καθολική υγειονομική περίθαλψη για όλους – ένα φιλόδοξο σχέδιο ύψους 13,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (!)- αλλά και προγράμματα μαζικών επενδύσεων σε υποδομές και θέσεις απασχόλησης για τους νέους, αξίας περισσότερων από 14,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ταυτόχρονα διαμηνύει ότι θα αυξήσει τον κατώτατο μισθό, θα καταργήσει φοροαπαλλαγές στους πλούσιους καθώς και θα αυξήσει τους φόρους σε επιχειρήσεις και υψηλά εισοδήματα. Κυρίως όμως υπόσχεται να τα βάλει με το παντοδύναμο κατεστημένο της Wall Street που τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι κράτος εν κράτει στις ΗΠΑ.
Απέναντί του βρίσκεται η πρώην υπουργός Εξωτερικών της χώρας, η Χίλαρι Κλίντον, η οποία είχε επίσης ενεργό ρόλο και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του συζύγου της Μπιλ, καθώς προήδρευσε της επιτροπής που έκανε τις προτάσεις για την μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας – οι οποίες ωστόσο δεν εγκρίθηκαν παρότι τα δύο σώματα της αμερικανικής βουλής ελεγχόταν από τους Δημοκρατικούς.
Πριν από οκτώ χρόνια, η Κλίντον προσπάθησε ανεπιτυχώς να διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών έναντι του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος έγινε και ο πρώτος αφροαμερικανός πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ.
Παρά το γεγονός ότι στην αρχή της κούρσας, η Κλίντον φάνταζε αδιαφιλονίκητο φαβορί, η πρώην πρώτη κυρία τα βρήκε… σκούρα απέναντι στον Σάντερς, ο οποίος στέκεται προς ίσος στις τηλεμαχίες, ψαλίδισε αργά αλλά σταθερά τη διαφορά στις δημοσκοπήσεις και τώρα – μετά τις προκριματικές σε Νιου Χάμπσαϊρ και Αϊόβα - διεκδικεί με αξιώσεις το χρίσμα.
Σε αυτό βεβαίως συνέβαλαν και οι επιθέσεις που δέχεται η Κλίντον από τους Ρεπουμπλικάνους, αλλά το γεγονός ότι εδώ και αρκετούς μήνες έχει ξεσπάσει ντόρος για το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε το προσωπικό της λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για να στέλνει μέιλς ενώσω διατελούσε υπουργός Εξωτερικών, γεγονότα που την έφθειραν πολιτικά και κατά συνέπεια δημοκοπικά.
Η Χίλαρι ωστόσο δεν παύει να είναι και πάλι η επικρατέστερη υποψήφιος, ενώ η διαδικασία βρίσκεται ακόμα στην αρχή της. Ωστόσο αυτός που έχει δημιουργήσει ρεύμα προς το παρόν είναι ο Μπέρνι Σάντερς, γεγονός που προσδίδει στη διαδικασία το ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Πράγμα όμως που δεν είναι διόλου πρωτότυπο καθώς σε όλη τη σύγχρονη μεταπολεμική ιστορία των ΗΠΑ, οι προκριματικές εκλογές στο εν λόγω κόμμα ενίοτε προκαλούσαν το ενδιαφέρον, συγκέντρωναν δημοσιότητα, άλλοτε βάφτηκαν με αίμα και άλλοτε επισκιάστηκαν από εξωκομματικές παρεμβάσεις και χτυπήματα κάτω από τη «ζώνη».
1944
Ο αντιπρόεδρος που άλλαξε τον μεταπολεμικό κόσμο
Οι εκλογές του 1944 διεξαγόταν λίγους μήνες πριν την ήττα της Ναζιστικής Γερμανίας και της Ιαπωνίας, των δυνάμεων του Άξονα δηλαδή, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μεταπολεμικός χάρτης του πλανήτη και οι μελλοντικοί συσχετισμοί βρισκόταν σε φάση διαμόρφωσης, καθώς οι μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Βρετανία), συζητούσαν τη μοιρασιά.
Η επανεκλογή του Φράνκλιν Ντιλάνο Ρούσβελτ, έμοιαζε για πολλούς βέβαιη καθώς ο πρόεδρος απολάμβανε τεράστια δημοτικότητα αφού έβγαλε τις ΗΠΑ από την κρίση και τις οδηγούσε από νίκη σε νίκη στον πόλεμο. Ήταν ωστόσο κοινό μυστικό πως ο Ρούσβελτ είχε κλονιστεί σοβαρά από τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν και μετρούσε μόλις λίγους μήνες ζωής
Παρότι δεν διεξήχθησαν προκριματικές εκλογές, η επιλογή από το κόμμα των Δημοκρατικών του υποψήφιου αντιπροέδρου θα καθόριζε το μέλλον της χώρας, καθώς αργά η γρήγορα, ο εκλεκτός θα βρισκόταν στον προεδρικό θώκο, μία επιλογή που όπως φάνηκε από τη ροή των πραγμάτων καθόρισε τη μοίρα του μεταπολεμικού κόσμου.
Τα ξίφη τους διασταύρωσαν για τη θέση, ο δημοφιλής, προοδευτικός (σε αρκετά σημεία ακόμη πιο προοδευτικός από τον Ρούσβελτ) και υπέρμαχος τω φιλικών σχέσεων με την ΕΣΣΔ, απερχόμενος αντιπρόεδρος Χένρι Γουάλας, ο οποίος και κατέγραφε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά δημοτικότητας στις δημοσκοπήσεις και ο σχετικά άγνωστος γερουσιαστής από την πολιτεία Μιζούρι Χάρι Τρούμαν.
Έπειτα από μία δραματική διαδικασία –καθώς το κομματικό κατεστημένο έβλεπε με ιδιαίτερη καχυποψία τον Γουάλας- που είχε δύο γύρους ψηφοφορίας των αντιπροσώπων ο Τρούμαν ορίστηκε υποψήφιος αντιπρόεδρος.
Τον Απρίλιο του 1945, και αφού απεβίωσε ο Ρούσβελτ, ο Χάρι Τρούμαν έγινε ο 33ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Λίγους μήνες αργότερα έδωσε την εντολή για τη ρήψη των ατομικών βομβών στις πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι της Ιαπωνίας, τελειώνοντας με τον πιο αιματηρό τρόπο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο…
1968
Ένας Κένεντι δολοφονείται… ξανά
Η δολοφονία του προέδρου Τζον Κένεντι στις 22 Νοεμβρίου του 1963 και ενώ ετοιμαζόταν να διεκδικήσει για δεύτερη φορά την είσοδό του στον Λευκό Οίκο, συγκλόνισε τον πλανήτη και έριξε στο πένθος τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο ίδιος ο Φιντέλ Κάστρο, ο ηγέτης της Κούβας και θανάσιμος εχθρός των ΗΠΑ λέγεται πως θρήνησε για την απώλεια του αντιπάλου του. Στη διάρκεια της θητείας του οποίου ο κόσμος έφτασε για πρώτη – ίσως και μοναδική- φορά στο χείλος του πυρηνικού ολέθρου, στο συμβάν που έγινε γνωστό ως «η κρίση των πυραύλων της Κούβας».
Πέντε χρόνια αργότερα, η οικογένεια Κένεντι παρέμενε εξαιρετικά δημοφιλής ανάμεσα στους Αμερικανούς. Στις προκριματικές εκλογές του 1968, ακόμη ένα μέλος της οικογένειας αποφάσισε να κατέλθει υποψήφιος και να διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών.
Ήταν ο αδελφός του δολοφονηθέντος προέδρου και πρώην υπουργός δικαιοσύνης, ο Ρόμπερτ Κένεντι. Ο ποίος σημειωτέον χειρίστηκε τις λεπτές και εξαιρετικά κρίσιμες διαπραγματεύσεις, με τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον, Ανατόλι Ντομπρίνιν, που οδήγησαν στην εκτόνωση της έντασης.
Εξαιρετικά δημοφιλής και ο ίδιος, ο Ρόμπερτ, κατήλθε στις προκριματικές ασκώντας έντονη κριτική στις πολιτικές του – επίσης Δημοκρατικού- προέδρου Λίντον Τζονσον σχετικά με την αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στο Βιετνάμ. Κατά τη διάρκεια των προκριματικών ο Κένεντι βρισκόταν σε θέση ισχύος, επικρατώντας στις κρίσιμες πολιτείες.
Προμετωπίδα του ήταν ο αγώνας για τα κοινωνικά δικαιώματα (σε μία εποχή όπου οι αφροαμερικάνοι αντιμετωπιζόταν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας στις νότιες και κεντρικές πολιτείες των ΗΠΑ), ενώ είχε κηρύξει και ανένδοτο στη μαφία, η δράση της οποίας σε ορισμένες περιπτώσεις ξέφευγε από κάθε έλεγχο.
Και ενώ όλα έδειχναν πως θα έφτανε στο χρίσμα με… περίπατο, χτύπησε και πάλι η κατάρα που κατατρέχει την οικογένεια.
Αμέσως μετά τις προκριματικές στην Καλιφόρνια και τη Νότια Ντακότα, ο Ρόμπερτ, τραυματίστηκε σοβαρά από το όπλο του 24χρονου τότε παλαιστίνιου Σιρχάν Σιρχάν, καθώς ολοκλήρωνε τον νικητήριο λόγο του στις 5 Ιουνίου. Λίγες ημέρες μετά, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 43 ετών.
1972
Το χαλκευμένο γράμμα οδήγησε στην κατάρρευση
Οι προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών το 1972, ήταν αν μη τι άλλο περιπετειώδεις. Ο Ρεπουμπλικάνος Ρίτσαρντ Νίξον ετοιμαζόταν να διεκδικήσει δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο, με τον ίδιο και το επιτελείο του να είναι αποφασισμένοι να επικρατήσουν, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο που είχαν στη διάθεσή τους, θεμιτό και αθέμιτο.
Σε αυτές τις προκριματικές, το μεγάλο φαβορί των Δημοκρατικών και μεγάλη ελπίδα για τον Λευκό Οίκο, ήταν ο γερουσιαστής από την πολιτεία Μέιν, Έντμουντ Μάκσι. Καλλιεργημένος, αλλά και δημοφιλής, για αρκετά μέλη των δημοκρατικών, ο Μάσκι ήταν ο μόνος που μπορούσε να κερδίσει τον Νίξον.
Και ίσως αυτό να συνέβαινε, ένα τα χαλκεία της περιβόητης «CREEP», (Επιτροπή για την Επανεκλογή του Προέδρου, η οποία είχε συσταθεί από συνεργάτες και υποστηρικτές του Νίξον) δεν έβαζαν το χέρι τους.
Δύο εβδομάδες πριν τις προκριματικές στο Νιου Χάμπσαϊρ, μία φίλα προσκείμενη εφημερίδα στους Ρεπουμπλικάνους, η Manchester Union Leader, φέρνει στο φως ένα υποτιθέμενο γράμμα στο οποίο καταγραφόταν μία φερόμενη συνομιλία του Μάσκι και συνεργατών του με ένα άγνωστο άτομο.
Εκεί ο Μάσκι φαίνεται να χρησιμοποιεί άκρως προσβλητικούς χαρακτηρισμούς για τους γαλλόφωνους καναδούς που ζουν στις ΗΠΑ (και συγκεκριμένα το υβριστικό «canuck»)… Την «αποκάλυψη» ακολούθησε ακόμη ένα λιβελογράφημα από την ίδια την εφημερίδα ενάντια στη σύζυγο του γερουσιαστή, ο οποίος τελικά δεν άντεξε.
Τρεις ημέρες πριν τις προκριματικές στις 7 Μαρτίου του 1972, διοργάνωσε μία συνέντευξη Τύπου έξω από τα γραφεία της εφημερίδας, προχωρώντας σε ένα άκρως συναισθηματικό ξέσπασμα. Την ώρα που μιλούσε με σπασμένη φωνή, δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του.
Οι συνεργάτες του ωστόσο έδωσαν την εκδοχή ότι τα δάκρυα ήταν χιόνι που έλιωνε στο πρόσωπο του Μάσκι, ωστόσο η ζημιά είχε ήδη γίνει, κατακρημνίζοντας τη δημοτικότητά του. Η «δακρύβρεχτη ομιλία», (crying speech), όπως έγινε γνωστή, ήταν για πολλούς ο λόγος που ο Μάσκι αποσύρθηκε από τη διεκδίκηση του χρίσματος των Δημοκρατικών.
Όπως αποκάλυψε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η Washington Post, το περιβόητο γράμμα το «κατασκεύασε» και το διέρρευσε στον Τύπο ο στενός συνεργάτης του Νίξον, Κεν Κλόουσον.
Ήταν δε μέρος των προσπαθειών των συνεργατών του Νίξον να δυσφημήσουν κάθε αντίπαλο που δυνητικά θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην κυριαρχία του ρεπουμπλικάνου προέδρου.
Το περιστατικό ήταν μέρος του σκανδάλου Watergate το οποίο οδήγησε σε παραίτηση τον Νίξον, λίγους μήνες αφότου κατάφερε τον σκοπό του και επανεξελέγη πρόεδρος.
1980
Ο άγραφος κανόνας σπάει
Όταν ένας πρόεδρος ετοιμάζεται να διεκδικήσει δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο, είθισται στα δύο κόμματα να μην υπάρχουν υποψηφιότητες που θεωρητικά θα μπορούσαν να απειλήσουν.
Το χρίσμα θεωρείται δεδομένο για αυτόν που ετοιμάζεται για τις προεδρικές εκλογές αν και υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Μία εξ αυτών ήταν το 1980, επί προεδρίας του Τζίμι Κάρτερ.
Καθώς η οικονομική και ενεργειακή κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 70 οδήγησε σε τέλμα τις ΗΠΑ, ανέβασε τα ποσοστά ανεργίας και επιβράδυνε την ανάπτυξη, ο Κάρτερ είδε τα ποσοστά δημοτικότητάς του να κατακρημνίζονται, φτάνοντας ακόμα και στο 28%.
Σε αυτό βέβαια συνέβαλε και η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν με την ανατροπή του Σάχη Ρεζά Παχλαβί, μία εξέλιξη που ο Κάρτερ και οι υπηρεσίες ασφαλείας απέτυχαν παντελώς να προβλέψουν.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν από την εισβολή ιρανών φοιτητών στην αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη και την σύλληψη ως ομήρων του προσωπικού, όπως επίσης και η αποτυχημένη επιχείρηση διάσωσής τους από τις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ.
Κάπως έτσι, για ακόμη μία φορά, ένας Κένεντι διεκδίκησε το χρίσμα των Δημοκρατικών. Ήταν ο μικρότερος αδερφός του δολοφονηθέντος προέδρου ο Τεντ Κένεντι, που αμφισβήτησε τον Κάρτερ και έθεσε υποψηφιότητα.
Στις προκριματικές εκλογές που ακολούθησαν όμως, ο Τζίμι Κάρτερ κέρδισε σχετικά άνετα συγκεντρώνοντας το 51,13% των ψήφων με αποτέλεσμα ο Τεντ να αποσυρθεί από την κούρσα.
Ωστόσο στις προεδρικές εκλογές, ο Κάρτερ δεν μπόρεσε να βρεθεί εκ νέου στον Λευκό Οίκο με τον Ρόναλντ Ρίγκαν να τον διαδέχεται έπειτα από μία μεγάλη σε διαφορά επικράτηση.