Από την εξέγερση του 2011, στον πόλεμο και τους τζιχαντιστές.

Παναγιώτη Βελισσάρης

Έπειτα από σχεδόν πέντε χρόνια χαοτικών και αιματηρών συγκρούσεων στη Συρία με χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες από σήμερα τα μεσάνυχτα έγινε ίσως το πρώτο δειλό και ημιτελές βήμα ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία της αρχής του τέλους για έναν εμφύλιο η αγριότητά τους μπορεί να συγκριθεί με πολύ λίγους πολέμους στο παρελθόν.

Μετά από πολύμηνες και εντατικές διαπραγματεύσεις – που πολλές φορές έφτασαν στο χείλος του γκρεμού- το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ και η Ανώτατη Επιτροπή Διαπραγματεύσεων [ένα μέτωπο 34 διαφορετικών αντάρτικών ομάδων της μετριοπαθούς ισλαμικής και κοσμικής αντιπολίτευσης, που στηρίζονται από την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία] συμφώνησαν σε μία προσωρινή κατάπαυση του πυρός διάρκειας δύο εβδομάδων ώστε να διαπιστωθεί εάν οι δύο πλευρές έχουν ειλικρινείς προθέσεις και κατά πόσον η συμφωνία μπορεί πράγματι να εφαρμοστεί.

Παρότι ήδη καταγράφονται αρκετά προβλήματα, σκεπτικισμός για το εάν είναι βιώσιμο το εγχείρημα καθώς και το κατά πόσον θα τηρηθεί η συμφωνία από τις αντάρτικες οργανώσεις που έχουν διασυνδέσεις με το Μέτωπο αλ Νούσρα [παρακλάδι της αλ Κάιντα στη Συρία], η αλήθεια είναι πως η εν λόγω πρωτοβουλία η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για γενικευμένη εκεχειρία στη χώρα, μετά από πέντε χρόνια τυφλής αιματοχυσίας, όπου σκοτώθηκαν περισσότεροι από 250.000 άνθρωποι. Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί πως η εκεχειρία –μία κοινή πρωτοβουλία των ΗΠΑ και της Ρωσίας- δεν θα ισχύει για το Ισλαμικό Κράτος, το Μέτωπο αλ Νούσρα και άλλες τζιχαντιστικές οργανώσεις που έχουν χαρακτηριστεί ως τρομοκρατικές.

Πρόκειται σίγουρα για ένα σχέδιο εξόχως φιλόδοξο – για πολλούς παρατηρητές καταδικασμένο να αποτύχει- και πολύ δύσκολο στην εφαρμογή του, δεδομένης της κατάστασης επί του πεδίου. Η Ρωσία θα συνεχίσει τις επιδρομές κατά στόχων του ΙΚ και άλλων εχθρών του καθεστώτος Άσαντ, την ώρα που η Δύση ακόμα και τώρα επιμένει πως η Μόσχα στοχοθετεί θέσεις μετριοπαθών ανταρτών αλλά και πολίτες. Την ίδια ώρα που το Ισλαμικό Κράτος θα συνεχίσει τις προσπάθειες επέκτασης του «Χαλιφάτου», το παρακλάδι της αλ Κάιντα στη χώρα προφανώς και δεν θα εγκαταλείψει τις προσπάθειές του για ανατροπή του Άσαντ. Όλα αυτά την ώρα που οι ικανότατοι και δοκιμασμένοι κούρδοι του YPG συνεχίζουν να δέχονται μπαράζ επιθέσεων από τους σύμμαχους των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ τους Τούρκους, ενώ και ο Άσαντ δεν φημίζεται για την ειλικρίνεια του και για την τήρηση των υποσχέσεων που δίνει.

Ένα θνησιγενές σχέδιο ή η αρχή της αρχής του τέλους για τον συριακό εμφύλιο; Αυτό δεν μπορεί κανείς να το απαντήσει με βεβαιότητα παρά μόνο η πορεία των πραγμάτων. Ένα είναι σίγουρο όμως: Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Γιατί εισερχόμαστε στον πέμπτο χρόνο μίας σύγκρουσης, η οποία όχι μόνο άλλαξε την μορφή της Μέσης Ανατολής, αλλά αποσταθεροποίησε μία τεράστια περιοχή και γειτονικές της Συρίας χώρες όπως η Τουρκία [που δέχεται πολύ συχνά βομβιστικές επιθέσεις από τζιχαντιστές] και το Ιράκ.

Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο; Πώς οι διαδηλώσεις του 2011 μετατράπηκαν σε μία αδελφοκτόνο σύγκρουση, από τα σπλάχνα της οποίας γεννήθηκε και το Ισλαμικό Κράτος; Ένας πόλεμος για τον οποίον έχουν τεράστιες ευθύνες φυσικά και οι μεγάλοι «παίχτες» περιφερειακοί και παγκόσμιοι που ενεπλάκησαν ενεργά, επιδεινώνοντας τα πράγματα.

ΟΛΟΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΛΩΝ

Με το κύμα εξεγέρσεων να έχει σαρώσει όλο τον αραβικό κόσμο στις αρχές του 2011- αποκορύφωμα η πτώση του Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο-, η Συρία δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Και αυτό παρότι τις πρώτες ημέρες της Αραβικής «Άνοιξης» (σε πολλά εισαγωγικά) οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν ήταν μικρής κλίμακας.

Τα πρώτα σημάδια του τι πρόκειται να επακολουθήσει ήρθαν Μάρτιο του 2011 όταν στην πόλη Ντεραά ξέσπασαν τα πρώτα μαζικά συλλαλητήρια. Ακολούθησαν άλλες μεγάλες πόλεις όπως η Χομς, η Λατάκια, η Μπανιάς, η Χάμα και το Χαλεπι.

Στους δρόμους βρέθηκαν αρκετοί από τα μεσαία στρώματα που έβλεπαν με κακό μάτι την υπέρμετρη καταστολή των μυστικών υπηρεσιών του κόμματος Μπάαθ. Ζητούσαν παράλληλα βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, αλλά και στις διαδηλώσεις συμμετείχαν και πολλοί σουνίτες μουσουλμάνοι, αρκετοί εκ των οποίων ήταν μέλη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία έκανε και πάλι την εμφάνιση της – στα φανερά- στη Συρία μετά από τρεις δεκαετίες.

Ήδη από τις αρχές Απριλίου του 2011 οι ένοπλες δυνάμεις ενεπλάκησαν στην καταστολή των διαδηλώσεων και τότε σημειώθηκε το πρώτο κύμα λιποταξιών από το συριακό στρατό. Τις πρώτες ημέρες της εξέγερσης διαχώρισε της θέση του το «δεξί χέρι» του Άσαντ και διοικητής στην περίφημη Ρεπουμπλικανική Φρουρά, ο στρατηγός Μανάφ Τλας, διαμαρτυρόμενος για την υπέρμετρη βία στην οποία προσέφυγε το καθεστώς απέναντι στους διαδηλωτές.

Παρά τις εξαγγελίες για μεταρρυθμίσεις από την πλευρά του Άσαντ, τις υποσχέσεις για αυξήσεις μισθών, αλλά και πρόθεσή του να αναθεωρήσει το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης που βρισκόταν σε ισχύ εδώ και δεκαετίες, οι διαδηλωτές δεν πείστηκαν για τις προθέσεις της κυβέρνησής του. Αντιθέτως, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης προχώρησαν σε μποϊκοτάζ των εκλογών που εξήγγειλε ο σύρος πρόεδρος και συνέχισαν να βρίσκονται στους δρόμους, αντιμέτωπες με την αυξανόμενη βία που χρησιμοποιούσε ο στρατός.

Ήταν σαφές πλέον ότι οι διαδηλώσεις επρόκειτο να μετατραπούν σε έναν εμφύλιο, ο οποίος έμελλε να βυθίσει κυριολεκτικά στο αίμα και το χάος τη χώρα.

ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΧΑΟΣ

Τον Ιούλιο του 2011 συγκροτήθηκε επίσημα σε σώμα ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός. Η πρώτη ένοπλη και σχετικά μεγάλη οργάνωση της αντιπολίτευσης, η οποία είχε τη βλέψη να αναλάβει τον κύριο λόγο στο αντάρτικο που γεννιόταν. Σε εκείνη την περίοδο μπορεί κάποιος να τοποθετήσει την έναρξη της εμφύλιας σύγκρουσης στη Συρία.

Εκείνη την περίοδο τοποθετούνται και οι πρώτες πρωτοβουλίες της Τουρκίας, με σκοπό την ενίσχυση των αντάρτικων σωμάτων, τόσο σε υλικό επίπεδό, όσο και σε ζητήματα διοίκησης, αφού ο ΕΣΣ τον πρώτο καιρό της λειτουργίας του περισσότερο θύμιζε ομάδες ατάκτων παρά αξιόμαχο στρατιωτικό σώμα. Παρόλα αυτά, τα μέλη του άντεξαν τους πρώτους μήνες του εμφυλίου, εκμεταλλευόμενοι και το γεγονός ότι ο στρατός του Άσαντ βρισκόταν σε φάση αναδιοργάνωσης έπειτα από τα πλήγματα που δέχθηκε από τις απώλειες σε έμψυχο υλικό.


Όσο πέρναγαν οι μήνες, η Συρία βρισκόταν όλο και περισσότερο στη δίνη της αποσταθεροποίησης, με τους σουνίτες ισλαμιστές να εμπλέκονται όλο και πιο ενεργά στη σύγκρουση. Εξάλλου υπήρχαν ανοιχτοί λογαριασμοί για πάνω από τριάντα χρόνια με το καθεστώς, αφού κανένα μέλος των Αδελφών Μουσουλμάνων στη χώρα δεν ξεχνά την βίαιη καταστολή της εξέγερσης του 1982 από τον πατέρα του Μπασάρ Αλ Άσαντ, τον Χαφέζ. Τα μέλη της Αδελφότητας πήραν και αυτοί τα όπλα και εντάχθηκαν στις τάξεις των ανταρτών δημιουργώντας το Συριακό Ισλαμικό Μέτωπο.

Μέσα στην αιματηρή εξίσωση του εμφυλίου έρχονται να προστεθούν οι κουρδικές ένοπλες οργανώσεις, οι οποίες μάχονται τόσο τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης και τους ισλαμιστές για τον έλεγχο των βόρειων και βορειοανατολικών περιοχών της χώρας, στις οποίες ζει η κουρδική μειονότητα που αποτελεί το 12% του πληθυσμού της χώρας. Οι «Μονάδες Προστασίας του Λαού» (YPG) όπως ονομάζονται οι Κούρδοι αντάρτες έχουν να επιδείξουν ιδιαίτερη γενναιότητα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στη Συρία, με ένα από τα μεγαλύτερα παράσημά τους, η επιτυχής υπεράσπιση της πόλης Κομπάνι στα σύνορα με την Τουρκία, κατά τη διάρκεια της πολιορκία των τζιχαντιστών.

ΟΙ ΤΖΙΧΑΝΤΙΣΤΕΣ ΣΠΕΡΝΟΥΝ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟ

Από τις αρχές του 2012 έκανε την εμφάνισή του το Μέτωπο Αλ Νούσρα, ο βραχίονας της διαβόητης αλ Κάιντα στη Συρία. Το Μέτωπο αλ Νούσρα είναι μάλλον μία πολυεθνική δύναμη· αυτό όμως που ενώνει τα μέλη του είναι το γεγονός ότι ανήκουν στο πιο ακραίο παρακλάδι του σουνιτικού ισλάμ, έχοντας ορκιστεί ιερό πόλεμο κατά του καθεστώτος Άσαντ.

Η οργάνωση αμέσως μόλις έκανε γνωστή την παρουσία της έσπευσε να δηλώσει πίστη στην Αλ Κάιντα και κατηγορείται για μερικές από τις χειρότερες βιαιότητες που σημειώθηκαν στον συριακό εμφύλιο, όπως η αθρόες εκτελέσεις στρατιωτών, αλλά και μελών της Αλεβίτικης μειονότητας, ενώ έχει αναλάβει την ευθύνη για τις περισσότερες επιθέσεις αυτοκτονίας που πραγματοποιήθηκαν στα πρώτα χρόνια του εμφυλίου.

Αυτά βεβαίως μέχρι να γνωρίσει η ανθρωπότητα το Ισλαμικό Κράτος, ένα εντελώς ξεχωριστό κεφάλαιο στην εμφύλια σύγκρουση της Συρίας. Γεννημένο στις στάχτες που άφησε πίσω της η αμερκανική εισβολή στο γειτονικό στη Συρία Ιράκ το 2003 και κυρίως από το χάος που προκάλεσε η κατάρρευση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, μέχρι το 2011 η παρουσία του ΙΚ ήταν μεν ενεργή αλλά περιοριζόταν σε βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας. Ο συριακός εμφύλιος ωστόσο υπήρξε ο καταλύτης – μαζί με τις άτσαλες βεβαίως προσπάθειες της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας να μετατρέψουν τον συριακό εμφύλιο σε θρησκευτική σύγκρουση, πράγμα που εν μέρει κατάφεραν.

Τον Μάρτιο του 2013, λίγους μήνες μετά την εμφάνισή του ως παρακλάδι του Μετώπου αλ Νούσρα, το Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και το Λεβάντε [όπως ήταν η αρχική του ονομασία], καταφέρνει να καταλάβει την πόλη Ράκα, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, η οποία και έγινε η ανεπίσημη πρωτεύουσα του «χαλιφάτου». Στις σκληρές μάχες με τις συριακές δυνάμεις οι μαχητές του ΙΚ θα αποκτήσουν πολεμική εμπειρία και θα δημιουργήσουν τη φήμη της ανελέητης οργάνωσης που σπέρνει τον τρόμο σε όσες περιοχές κατακτήσει. Οι τζχαντιστές εγκαθιδρύουν ταυτόχρονα τις πιο σκληρές εκδοχές της Σαρίας (ισλαμικού νόμου), που περιλαμβάνει απαγόρευση αναπαραγωγής μουσικής, αλλά και περιορισμούς στον τρόπο που ντύνονται οι γυναίκες.

Σταδιακά θα καταστεί μία εκ των πιο σκληροτράχηλων και αντάρτικων ομάδων που μάχονται το καθεστώς Άσαντ. To Ισλαμικό Κράτος, θα μετατραπεί σε έναν κανονικότατο στρατό, άρτια εξοπλισμένο και με σύγχρονο στρατό που θα μαζέψει στις τάξεις του ξένους μαχητές κατά δεκάδες χιλιάδες που προέρχονται από τη Συρία, το γειτονικό Ιράκ, από πρώην σοβιετικές δημοκρατίες ευρωπαϊκές χώρες, λιποτάκτες από άλλες οργανώσεις καθώς και πρώην στελέχη του ιρακινού και του συριακού στρατού.

Αποτέλεσμα της γιγάντωσης του ΙΚ ήταν να διαχυθεί ο συριακός εμφύλιος και στο γειτονικό Ιράκ. Καθ όλη τη διάρκεια του 2014, όταν και πλέον οι τζιχαντιστές έγιναν ευρύτερα γνωστοί, προχώρησαν σε μία σειρά από επιθέσεις στο Ιράκ, καταλαμβάνοντας σημαντικές πόλεις, και κυνηγώντας τα πανικόβλητα κυβερνητικά στρατεύματα.

Φρικτά βασανιστήρια σε αιχμάλωτους στρατιώτες και άτυχους πολίτες διαφορετικού θρησκεύματος μπαίνουν στην καθημερινότητα της εμπόλεμης Συρίας και του Ιράκ. Την ίδια στιγμή, το ΙΚ έφτασε σε σημείο να ελέγχει τεράστιες εκτάσεις εδαφών σε αυτές τις δύο χώρες, και μαζί τους, τους φυσικούς πόρους που υπάρχουν εκεί. Το λαθρεμπόριο πετρελαίου με την Τουρκία [οι ρώσοι έχουν δώσει επανειλημμένως στοιχεία] είναι ακόμα και τώρα από τις πιο προσοδοφόρες επιχειρήσεις των τζιχαντιστών, μαζί με τις απαγωγές και την πώληση αρχαιοτήτων από αρχαιολογικούς χώρους που πέφτουν στα χέρια τους.

Οι περιοχές που ελέγχει το ΙΚ έχουν μετατραπεί σε μία «μαύρη» τρύπα τρομοκρατών που μπορούν να σχεδιάζουν ανενόχλητοι τα τρομοκρατικά τους χτυπήματα, να επιλέγουν τους στόχους τους και να εκπαιδεύουν νέες γενιές μαχητών.

Το χειρότερο όμως είναι πως ακόμη και να τελεσφορήσει η εκεχειρία του Άσαντ με τους μετριοπαθείς αντάρτες, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η νίκη στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους είναι κοντά, ή έστω εφικτή…

ΠΟΙΟΣ ΦΤΑΕΙ;

Ποιος φταίει όμως για αυτό το πενταετές λουτρό αίματος; Πέραν των εσωτερικών συνθηκών και της διαμάχης με το καθεστώς Άσαντ, περιφερειακές και ευρύτερες δυνάμεις με άμεσα συμφέροντα στην Συρία έβαλαν το λιθαράκι τους για να δημιουργηθεί το απόλυτο χάος.

Πρώτη και καλύτερη έσπευσε να στηρίξει τα σενάρια αποσταθεροποίησης η Τουρκία. Με την έκρηξη του εμφυλίου – και κατά την προσφιλή της τακτική της διάδοσης του πολιτικού Ισλάμ, όπως έκανε και στην Αίγυπτο- η τουρκική κυβέρνηση στήριξε ψυχή τε και σώματι την αντιπολίτευση, όπως έκαναν άλλωστε οι σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου και η Σαουδική Αραβία, που ήδη από τις εξεγέρσεις του 2011 έκαναν μαζική συνεισφορά χρημάτων προς τους τζιχαντιστές. Παράλληλα η Άγκυρα προσπάθησε μέσω της υποστήριξης σε αυτές τις ομάδες να περιορίσει τους δραστήριους κούρδους αντάρτες της Συρίας που τους θεωρεί παρακλάδι του PKK.

Από τις πρώτες φάσεις του πολέμου, έως και τώρα οι τούρκοι άλλες φορές συνειδητά, άλλες ασυνείδητα φλέρταραν με τα ακραία και ριζοσπαστικά στοιχεία που δραστηριοποιούνται στον πόλεμο. Εξέθρεψε ένα τέρας, «σφυρηλατώντας» στενούς δεσμούς με τις αντάρτικες ομάδες, μερικές από τις οποίες είχαν σχέση με την κοσμική αντιπολίτευση και άλλες με ποιο ριζοσπαστικά στοιχεία. Μία σχέση πλουσιοπάροχη, καθώς όχι μόνο δόθηκε οπλισμός σε αυτές τις ομάδες, αλλά και επιμελητειακή υποστήριξη, ενώ μέλη τους πηγαινοερχόταν από τη μία χώρα στην άλλη με χαρακτηριστική άνεση.

Κυρίως όμως οι Τούρκοι δεν φάνηκαν να κάνουν διακρίσεις ως προς το... «ποιόν» αυτών που εξόπλιζαν. Όπως εξιστορεί ο γνωστός δημοσιογράφος Πάτρικ Κόκμπερν στο βιβλίο του «η Επιστροφή των τζιχαντιστών», επικαλούμενος αξιωματούχο μυστικών υπηρεσιών σε μία γειτονική της Συρίας χώρα, «τα μέλη του Ισλαμικού Κράτους λένε ότι πάντα χαίρονται όταν όπλα σύγχρονης τεχνολογίας στέλνονται σε διάφορους αντιπάλους του Άσαντ, γιατί είτε με απειλές βίας, είτε επί πληρωμή, αυτά καταλήγουν στα χέρια τους».

Ορισμένοι δε προχώρησαν πολλά βήματα περαιτέρω. Όπως το πανεπιστήμιο της Κολούμπια που ήδη από το Νοέμβριο του 2014 είχε κάνει ευθέως λόγο για συνεργασία της Άγκυρας με τους τζιχαντιστές, αλλά και για το περιβόητο λαθρεμπόριο πετρελαίου, καταγγελίες που έχει κάνει και η Ρωσία πρόσφατα.

Σε αυτό το δρόμο φυσικά η Τουρκία δεν ήταν μόνη της. Είχε πιστό σύμμαχο τη Σαουδική Αραβία, η οποία στην προσπάθειά της να περιορίσει την επιρροή που ασκεί το Ιράν στη Συρία, ενεπλάκη ενεργά και δραστήρια στον εξοπλισμό κάθε είδους ριζοσπαστικής ισλαμικής αντάρτικής ομάδας που μάχεται τον Άσαντ. Μετατόπισε δηλαδή την έμφαση από την κοσμική δημοκρατική αλλαγή, ως ιδεολογία της εξέγερσης προς μία σουνιτική προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας με τη χρήση σαλαφιστικών τζιχαντιστικών ταξιαρχιών ως μετωπική δύναμη πυρός.

Σε αυτό το σχέδιο κομβικό ρόλο είχε ο διαβόητος πρίγκιπας Μπαντάρ Μπιν Σουλτάν, που βρέθηκε στη νευραλγική θέση του διοικητή των μυστικών υπηρεσιών την κρισιμότερη περίοδο του συριακού εμφυλίου, από το 2012 έως και το 2014, όταν δηλαδή έκαναν αισθητή την παρουσία τους οι τζιχαντιστές. Άνθρωπος ειδικών αποστολών, ο Μπαντάρ, σε συνεργασία με τους τούρκους υλοποίησε το σχέδιο εξοπλισμού της αντιπολίτευσης.

Ενώ πέρασε πολύ χρόνο σε διάφορες πρωτεύουσες ανά την υφήλιο ώστε να δρομολογήσουν μία στρατιωτική επέμβαση που θα έφερνε το θανάσιμο πλήγμα στο καθεστώς Άσαντ, γεγονός που όπως αποδείχθηκε δεν έγινε ποτέ. Αρκετοί αναλυτές μάλιστα, δεν διστάζουν να ισχυριστούν πως αντάρτες που είχαν διασυνδέσεις με τη Σαουδική Αραβία ήταν αυτοί που τελικά βρίσκονται πίσω από το χτύπημα με χημικά όπλα στο προάστιο Γκούτα της Δαμασκού τον Αύγουστο του 2013 που θεωρείται και το αποκορύφωμα του εμφυλίου.

Γενικότερα η Σαουδική Αραβία, παρότι έχει εγκαταλείψει δημοσίως την τακτική στήριξης των τζιχαντιστών, δεν σταμάτησε ποτέ να δραστηριοποιείται για τον μεγάλο της στόχο: Την ανατροπή του Άσαντ και μόλις πρόσφατα εμφανίστηκε πρόθυμη να συμμετέχει σε χερσαίες επιχειρήσεις στη Συρία…

Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους, παρότι δεν στήριξαν ανοιχτά τους τζιχαντιστές, έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε αυτή την κατάσταση. Πέραν του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας που άρχισε ο Μπους, γεγονός που προλείανε το έδαφος για την ανάπτυξη των τζιχαντιστών, η Ουάσινγκτον ακολούθησε εξ αρχής μία μυωπική απέναντι στον συριακό εμφύλιο. Παρότι η κοσμική αντιπολίτευση γρήγορα περιθωριοποιήθηκε από το ΙΚ και το Μέτωπο αλ Νούσρα, οι ΗΠΑ παρείχαν και αυτές οπλισμό και υποστήριξη που πολλές φορές δεν έφταναν στους πραγματικούς αποδέκτες τους.

Απέτυχαν να προβλέψουν την έκρηξη των ακραίων ισλαμιστών, τη γιγάντωση του Ισλαμικού Κράτους και όταν αυτό συνέβη, και πάλι ο Μπαράκ Ομπάμα έχασε πολύτιμο χρόνο. Και αυτό γιατί η λύση ήταν «να κλιμακωθεί η υποστήριξη σε όποιους από τη συριακή αντιπολίτευση είναι καλύτερη εναλλακτική από τους τρομοκράτες», πράγμα φυσικά που δεν έγινε ποτέ. Και όταν άρχισαν οι αποκεφαλισμοί δυτικών ομήρων από το ΙΚ, το 2014, άρχισε να βομβαρδίζει θέσεις των τζιχαντιστών σε Συρία και Ιράκ χωρίς ωστόσο κανένα αποτέλεσμα.

ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΑΣΑΝΤ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΜΟΙΡΟΙ ΕΥΘΥΝΩΝ

Εσχάτως και συγκεκριμένα από τον περασμένο Σεπτέμβριο, στη σκακιέρα του συριακού εμφυλίου ενεπλάκη ενεργά και η Ρωσία. Η πολιτική και υλική στήριξη προς τον Άσαντ από τη Μόσχα μετατράπηκε και σε στρατιωτική συνδρομή. Η αλήθεια είναι ότι χωρίς τη σθεναρή βοήθεια της Μόσχας [για λόγους συμφερόντων, καθώς η ναυτική βάση στη Λαττάκεια θεωρείται τεράστιας στρατηγικής σημασίας] το καθεστώς της Δαμασκού δεν θα άντεχε παρά μόνο μερικούς μήνες.

Και αυτή ακριβώς η σθεναρή βοήθεια ήταν που ίσως να τράβηξε τη σύγκρουση τόσο μακριά. Εάν εξ αρχής η Μόσχα πίεζε για αλλαγή του status quo στη Συρία, για μία ομαλή δημοκρατική μετάβαση με ένα άλλο πρόσωπο κοινής αποδοχής, ίσως η κατάσταση να μην είχε φτάσει μέχρι εδώ.

Τεράστιο ρόλο στον συριακό εμφύλιο έπαιξε και ο πιστός σύμμαχος της Δαμασκού, το Ιράν που εν πολλοίς μαζί με τη Σαουδική Αραβία μετέτρεψαν τη σύγκρουση σε πόλεμο δι αντιπροσώπων. Από τη στιγμή κιόλας που ξέσπασαν οι διαδηλώσεις, το επίλεκτο παραστρατιωτικό σώμα, οι Φρουροί της Επανάστασης βοήθησαν τη συριακή κυβέρνηση με υλικοτεχνικό εξοπλισμό στην καταστολή τους.

Στην πορεία του εμφυλίου, οι ιρανοί συνέχισαν τη στήριξή τους στον Άσαντ, στέλνοντας σε πρώτη φάση τεχνικούς στρατιωτικούς συμβούλους για τον συντονισμό των πολεμικών επιχειρήσεων. Στη συνέχεια η Τεχεράνη έστειλε ακόμη και στρατεύματα όπως οι ειδικές δυνάμεις των Φρουρών της Επανάστασης, της διαβόητης δύναμης Quds που μάχονται γύρω αυτή την περίοδο γύρω από το Χαλέπι, αλλά και σε άλλες περιοχές της συριακής επικράτειας.

ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ

Εκτός από τον τεράστιο φόρο αίματος που κλήθηκε να πληρώσει ο συριακός λαός στον βωμό των σχεδιασμών των μεγάλων δυνάμεων, η χώρα βιώνει μία πολύπλευρη και τεράστια καταστροφή. Οι περισσότερες υποδομές έχουν καταστραφεί ολοσχερώς, ολόκληρες πόλεις έχουν μετατραπεί σε ερείπια, η βιομηχανική παραγωγή ελαχιστοποιήθηκε και η ανεργία γιγαντώθηκε.

Με βάση τις τελευταίες μελέτες, το περασμένο καλοκαίρι, οι συνολικές ζημιές που υπέστη η συριακή οικονομία από την έναρξη του εμφυλίου μέχρι και τα τέλη του 2014 ανήλθαν σε 203 δισεκατομμύρια δολάρια, ήτοι το 383% του ΑΕΠ που κατέγραψε η χώρα το 2010. Το 2015, το ΑΕΠ ανήλθε σε 30 δισεκατομμύρια δολάρια, μειωμένο κατά 60% σε σχέση με το 2010.

Την τετραετία δε 2015-2019 αναμένεται ένας μέσος ρυθμός ύφεσης της τάξης του 6,4%, λόγω των καταστροφών στις υποδομές και της δραματικής υποβάθμισης των συνθηκών ζωής του πληθυσμού. Φυσικό απότοκο όλης αυτής της καταστροφής, είναι και η πρωτοφανής προσφυγική κρίση που ακολούθησε.

Συνολικά 11 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μετακινηθούν είτε εντός της χώρας σε ασφαλέστερες περιοχές, είτε στις γύρω χώρες. Η μερίδα του λέοντος να κατευθύνεται προς την Τουρκία, η οποία και φιλοξενεί συνολικά 2,62 εκατομμύρια πρόσφυγες. Οι περισσότεροι εξ αυτών επιχειρούν να διασχίσουν το Αιγαίο και μέσω του Δυτικού Βαλκανικού Διαδρόμου να φτάσουν στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και να αρχίσουν εκεί μία νέα ζωή.

Η Ευρώπη όμως, αμήχανη και ανήμπορη παρακολουθεί τις ατελείωτες προσφυγικές ροές να καταφτάνουν και διάφορες χώρες να «ξηλώνουν» οργανικές συμφωνίες για τη λειτουργία της ΕΕ, όπως η Συνθήκη Σένγκεν.

Από την εξέγερση του 2011, στον πόλεμο και τους τζιχαντιστές.
  1. Section 1