Γιάννης Τροχόπουλος
Το Κέντρο Πολιτισμος Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος θέλει να αλλάξει την
Όταν σου μιλά, κοιτά χαμηλά, με φωνή σταθερή και ήρεμη.Για όσους γνωρίζουν τη γλώσσα του σώματος, αυτό δείχνει άνθρωπο που προτιμά να μιλά περισσότερο με τις πράξεις, παρά με τα λόγια του. Πραγματικά, στην περίπτωση του Γιάννη Τροχόπουλου, του εκτελεστικού διευθυντή του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, οι πράξεις μιλάνε και μάλιστα με τον πιο εύγλωττο τρόπο.
Διευθυντής επί δεκαετίες της περίφημης, διεθνούς φήμης και εμβέλειας πια Βιβλιοθήκης της Βέροιας, ανέλαβε το 2012 το δύσκολο όσο και ενδιαφέρον πόστο του CEO του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, του έργου που αναμένεται να αλλάξει τον πολιτιστικό χάρτη όχι μόνο της Αθήνας, αλλά και «την καθημερινότητα των Ελλήνων», όπως τονίζει ο ίδιος.
Σχεδιασμένο από τον διάσημο αρχιτέκτονα Ρέντσο Πιάνο, το ΚΠΙΣΝ περιλαμβάνει την κατασκευή και τον πλήρη εξοπλισμό των νέων εγκαταστάσεων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, καθώς και την δημιουργία του Πάρκου Σταύρος Νιάρχος.
Σε αναμονή της παράδοσης του έργου στο δημόσιο τον ερχόμενο Μάρτιο, αλλά και του ανοίγματός του για το κοινό τους πρώτους μήνες του 2017, ο κ. Τροχόπουλος μίλησε στο newpost για το φιλόδοξο σχέδιο που βρίσκεται προ των πυλών, για τις προσδοκίες, την ελπίδα, ακόμα και για τους φόβους του για το τι θα ακολουθήσει στην πορεία.
Πως ξεκίνησε η πορεία του
«Επισκεπτόμουν ως νεαρός, φοιτητής και μαθητής την βιβλιοθήκη της πόλης μου της Βέροιας. Μου ήταν πολύ οικείο το περιβάλλον. Κάποια στιγμή έγιναν εξετάσεις, τις οποίες έδωσα και μπήκα ως εργαζόμενος στην βιβλιοθήκη και άφησα μια καριέρα που δεν την ξεκίνησα ποτέ, αυτή του δικηγόρου.
Εκ του αποτελέσματος, δεν το μετάνιωσα σίγουρα. Βλέπω όμως με μεγάλη συμπόνοια και κατανόηση τους νέους και τους παλιούς δικηγόρους. Ήταν μια μεγάλη αλλαγή, στην συνέχεια πήγα στο εξωτερικό και στην συνέχεια πορεύτηκα έτσι στη ζωή μου».
«Η Βέροια υπήρξε και θα συνεχίσει να υπάρχει»
Παρότι πλέον είναι στο τιμόνι του Κέντρου Πολιτισμού, δεν σταματά να κοιτά σε αυτό που άφησε πίσω, την βιβλιοθήκη της Βέροιας.
«Καταρχάς είναι οι άνθρωποι μου εκεί... Οι συγγενείς μου, η μητέρα μου, αλλά αυτό που έμαθα τέσσερα χρόνια τώρα, δουλεύοντας στο κέντρο πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος είναι να υπηρετώ το μεγάλο και να βοηθάω το μικρό...Οπότε η Βέροια υπήρξε, υπάρχει και θα εξακολουθήσει να υπάρχει γιατί είναι μια συνεχής διαδρομή. Μια πορεία που δεν σταμάτησε από την Βέροια στην Αθήνα και ίσως καταλήξει ξανά στην Βέροια κάποτε».
«Δεν έκανα δεύτερη σκέψη. Δεν πρόλαβα. Ξεκίνησα αμέσως δουλειά»
Τον ρωτώ για το πρώτο του συναίσθημα όταν του έγινε η πρόταση να αναλάβει το δύσκολο πόστο, αλλά και για την δεύτερη σκέψη του:
«Είχαμε λάβει μια δωρεά από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος το 2007 στην Βιβλιοθήκη της Βέροιας και με την δωρεά αυτή είχαμε κάνει τα μαγικά κουτιά, το παιδικό τμήμα της. Είχα, λοιπόν, έτσι κι αλλιώς επαφή με το ίδρυμα. Η πρώτη μου σκέψη, ή μάλλον το πρώτο συναίσθημα όταν μου έγινε η πρόταση ήταν φυσικά χαρά και μεγάλη τιμή. Ήμουν ευγνώμων που του πρότειναν και ειδικά στον πρόεδρο του ΔΣ κ. Δρακόπουλο. Δεύτερη σκέψη δεν έκανα γιατί δεν… πρόλαβα. Ξεκίνησα αμέσως τη δουλειά. Εξάλλου και σαν άνθρωπος δεύτερες σκέψεις δεν κάνω στη ζωή μου».
Ο ίδιος μιλά για την εμπειρία του 4 χρόνια μετά την ανάληψη της θέσης. Ήταν τα πράγματα όπως τα είχε φανταστεί; «Δεν ήταν κάτι που είχα στο μυαλό μου, ήταν κάτι που είχε πάρει το δρόμo του και εγώ θα ήμουν εκεί για να το βοηθήσω να τρέξει. Στην Βέροια αναλάμβανα σχέδια και τα υλοποιούσα και μόνος μου πολλές φορές. Στο Ίδρυμα άρχισα να δουλεύω από την πρώτη στιγμή σε ένα σχέδιο που προϋπήρχε και μαζί μου ήταν μια ομάδα που εργάζονταν γιαυτό αρκετά χρόνια πριν. Άρα στην ουσία ήμουν κοινωνός όλου αυτού που οργανώθηκε και σχεδιάστηκε από το 2006 και μετά και ευτυχής που συμμετείχα στην υλοποίησή του με κάθε λεπτομέρεια. Τώρα είμαι μέλος μιας ομάδας. Και αυτό είναι η μεγάλη διαφορά μου από την Βέροια: Και εκεί είχα ομάδα αλλά είχα έναν πιο ξεχωριστό ρόλο, εδώ είμαι μέλος μιας ομάδας και μάλιστα καλοκουρδισμένης».
Το γεγονός ότι το έργο λαμβάνει χώρα σε ένα κράτος σε κρίση, σε μια χώρα σχεδόν διαλυμένη πόσο έχει επηρεάσει την υλοποίησή του;
«Το Ίδρυμα ήταν αταλάντευτο στην υλοποίηση αυτής της δωρεάς γιατί το απευθύνει στην ελληνική κοινωνία και στους Έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτως της κρίσης. Τώρα η περίοδος αυτή- που κατά την γνώμη μου δεν μπορεί να λέγεται κρίση, αφού έχει ξεπεράσει πλέον το χρονικό διάστημα της κρίσης και έχει μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο-, καθιστά πιο αναγκαία την ύπαρξη του Ιδρύματος.
Είναι, θα έλεγα, πιο ορατή η ανάγκη του κόσμου να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής του, για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της καθημερινότητας που δεν είναι μόνο οικονομικές, είναι και κοινωνικές. Οπότε τώρα θα έλεγα ότι, απεναντίας, είναι πιο μεγάλο το εγχείρημα, παίρνει μεγαλύτερη αξία ακριβώς γιατί γίνεται μέσα σε τέτοιες εποχές που ο κόσμος αναζητά διεξόδους. Δεν λέω φυσικά ότι το ίδρυμα είναι χαρούμενο που διανύουμε μια τέτοια συγκυρία, απλώς βλέπει τη δυναμική που μπορεί να έχει αυτό το έργο για την γενικότερη αλλαγή κατεύθυνσης».
«Δεν υπερβήκαμε τον προϋπολογισμό»
«Το έργο έχει φτάσει τα 596 εκατ. ευρώ, συν τα 5 εκατ. για την μετάβαση στο ελληνικό δημόσιο. Οι όποιες αλλαγές αύξησης του προϋπολογισμού δεν έχουν να κάνουν με υπέρβασή του, αλλά συνδέονται με την αναδιαμόρφωση χώρων και προσθήκη εξοπλισμού που κρίθηκαν απαραίτητα μετά την συνεχή διαβούλευση που έγινε με τους οργανισμούς, για να ολοκληρωθεί με τον πιο σωστό τρόπο αυτή τη μεγάλη δωρεά».
Τέσσερα χρόνια στην Αθήνα, μετά από πολύχρονη παραμονή στη Βέροια. Ρωτώ τον κ. Τροχόπουλο αν έχει αποκτήσει αγαπημένα μέρη στην Αθήνα. «Αγαπημένα μου μέρη είναι το σπίτι μου και ο χώρος που εργάζομαι. Το ίδιο ίσχυε και όταν ήμουν στην Βέροια. Δεν έχω σχέση με τους χώρους, συνδέομαι μόνο με τα πρόσωπα. Έτσι είναι ο χαρακτήρας μου, δεν μου αρέσει να «συνδέομαι» με χώρους, μου αρέσει να πηγαίνω κάπου, αλλά δεν είναι ότι θα το «αγαπήσω». Θυμάμαι το σπίτι μου και αυτόν εδώ τον χώρο που τον επισκέπτομαι πιο συχνά».
«Ο φόβος υπάρχει, γιατί το εγχείρημα είναι μεγάλο»
Με αφορμή το παράδειγμα αρκετών μεγάλων έργων που διαχειρίζεται το Δημόσιο και έχουν οδηγηθεί σε παρακμή, ρωτά τον κ. Τροχόπουλο αν φοβάται κάτι τέτοιο και για ΚΠΙΣΝ…
«Βρισκόμαστε από το 2009 σε μια συνεχή και αδιάκοπη διαβούλευση με τα εμπλεκόμενα υπουργεία, η οποία ήταν πολύπονη και κουραστική και κατά διαστήματα βαρετή αλλά και ενδιαφέρουσα.
Περιείχε στάδια που άλλαξαν πολλοί φορείς και τώρα βρίσκεται στην πιο δυναμική της πορεία που έχει να κάνει με την οικειότητα πλέον που έχουν στο έργο οι εμπλεκόμενοι φορείς από τους οργανισμούς και από την πλευρά του Ιδρύματος και από την πλευρά του Δημοσίου, με την αποφασιστικότητα που έχει για να παραλάβει αυτό το έργο.
Όχι επιπόλαια αλλά με πλήρη συναίσθηση της πραγματικότητας, με τον ενθουσιασμό και την εμπειρία που έχουμε αποκτήσει αυτά τα τέσσερα χρόνια από τα λάθη που γίνονται και από τον τρόπο με τον οποίο τα βελτιώνουμε.
Ο φόβος εξακολουθεί να υπάρχει γιατί το εγχείρημα είναι μεγάλο, αλλά υπάρχει, επίσης, και η ελπίδα και ο ενθουσιασμός ότι θα αρχίσει να λειτουργεί, να προσελκύει κόσμο και να γίνει προορισμός για τους Έλληνες αλλά και για τους ξένους, σαν σύμβολο της σύγχρονης Ελλάδας. Και αν φύγει ο φόβος, μετά έρχεται η ανακούφιση και η χαρά.
Ακόμα και σήμερα έχουμε προγράμματα που απευθύνονται σε ξένους. Μας περιμένουν με ανυπομονησία από του χρόνου τα τουριστικά γραφεία και άλλοι φορείς που απευθύνονται σε ξένους. Με τις επισκέψεις ξένων, όχι μόνο τουριστών αλλά και καλλιτεχνών, θα απολαμβάνει ο κόσμος παραστάσεις στη Λυρική, εκθέσεις στην Βιβλιοθήκη, ακόμα και δρώμενα στο πάρκο».
Σε ένα λαό, όμως, που παλεύει καθημερινά, πλέον, με την επιβίωση και μεγάλο μέρος του προσπαθεί απλά να εξασφαλίσει τα βασικά, πόση σημασία θα έχει ένα τέτοιο πολιτιστικό έργο; Με αποστομώνει ο κ. Τροχόπουλος.
«Αυτό το έργο δεν έχει σχέση ούτε με τον πολιτισμό, ούτε με την ψυχαγωγία και φυσικά δεν μπορεί να σταθεροποιήσει τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα. Ούτε μονοσήμαντα με την παιδεία. Θέλει να αλλάξει την καθημερινότητα του Έλληνα, του Αθηναίου. Φιλοδοξεί να το αλλάξει σιγά σιγά, με την ελπίδα να αλλάξει η συμπεριφορά των ανθρώπων σε σχέση με αυτό που έχουν δίπλα τους. Βλέπουμε τα παραδείγματα του πεδίου του Άρεως, το Πάρκο Τρίτση. Αν λειτουργούσαν σωστά, θα τα παίρναμε ως παράδειγμα. Τώρα τα παίρνουμε σαν παράδειγμα προς... αποφυγήν, έχουμε διαπιστώσει τα προβλήματά τους και τώρα έχουμε την φροντίδα του Ιδρύματος που επιβλέπει τα πάντα και στο μέλλον θα έχουμε τη βοήθεια του ιδρύματος, αλλά και άλλων οργανισμών, εταιρειών και ανθρώπων, οι οποίοι θα βλέπουν ότι θα συρρέει ο κόσμος και θα θέλουν ο καθένας από την πλευρά του να βοηθήσει».
«Με το έργο αυτό ο Σταύρος Νιάρχος τίμησε την πατρίδα του»
Στο μυαλό μου αναβοσβήνει σαν φωτεινή επιγραφή το όνομα του Σταύρου Νιάρχου. Κάνω εικόνα την αγέρωχη παρουσία του, τον αισθάνομαι σαν να είναι παντού στο έργο, σαν να αφήνει το αποτύπωμά του σε ό,τι γίνεται σε αυτή την τεράστια έκταση της νότιας Αθήνας. Σκέπτομαι και ρωτάω τον κ. Τροχόπουλο αν θα μπορούσε να φανταστεί τι θα έλεγε ο αείμνηστος Έλληνας μπροστά σε αυτό το εγχείρημα:
«Δεν ξέρω, θεωρώ ότι είμαι μάλιστα και ο λιγότερο αρμόδιος για να απαντήσω σε αυτό. Το σίγουρο είναι ότι ο άνθρωπος τίμησε την πατρίδα του κάνοντας αυτή τη γενναία δωρεά, ιδρύοντας αυτό το Ίδρυμα και με την σωστή ηγεσία των προέδρων του και του κ Δρακόπουλου και του διοικητικού συμβουλίου και προσφέρει ένα μεγάλο έργο στη χώρα μας και πριν την κρίση, και την περίοδο της κρίσης και μετά από αυτή».
«Μέσα στο 2017 θα ανοίξει τις πύλες του για το κοινό»
Στα πρακτικά ζητήματα τώρα. Πότε θα παραδοθεί το έργο; «Το έργο παραδίδεται καταρχήν στις 31 Μαρτίου. Θα ακολουθήσει μια μεταβατική περίοδος, παράδοσης και παραλαβής από το ελληνικό δημόσιο και μέσα στο 2017, στο πρώτο εξάμηνο υπολογίζουμε, θα ανοίξει για το κοινό. Επαναλαμβάνω ότι, όπως και στην έναρξη του, δεν είναι εύκολο να προσδιορίσεις επακριβώς πότε θα τελειώσουν τέτοια μεγάλα έργα. Θα έπρεπε να μας ανησυχεί το να μπει σε μια σωστή σειρά. Να λειτουργεί με έναν τρόπο αντάξιο της κατασκευής του και των προσδοκιών των ανθρώπων που δούλεψαν γιαυτό και έδωσαν πάρα πολύ χρόνο και κόπο από τη ζωή τους για να το δουν να υλοποιείται».
«Δεν θέλουμε να το διαφημίζουμε συνέχεια»
Ο κ. Τροχόπουλος εξηγεί γιατί παρά τα τόσα θετικά σχόλια τόσο από την Ελλάδα όσο και το εξωτερικό, το έργο παρουσιάζεται σαν ήρεμη δύναμη, με τους ίδιους τους συντελεστές του να κρατούν ακόμα και τώρα, που έχει πάρει τον δρόμου του, χαμηλούς τόνους: «Το Ίδρυμα είχε πάντα χαμηλό προφίλ όσον αφορά την προώθηση αυτού του κέντρου. Παρότι όσον αφορά την αρτιότητα της κατασκευής υπάρχει μια μεγάλη αποδοχή και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, επιμένουμε να διατηρούμε μια πιο συντηρητική στάση όσον αφορά την λειτουργία του, γιατί πρέπει να δουλέψουμε για να διαμορφώσουμε το πλαίσιο για να λειτουργήσει κάτι και να μην το διαφημίζουμε συνέχεια.
Αυτή η δυναμική του θα πολλαπλασιαστεί όταν αρχίζει να λειτουργήσει πραγματικά. Θεωρούμε ότι οι άνθρωποι των βιβλιοθηκών θα μάθουν πολλά, το ίδιο και οι άνθρωποι της λυρικής τέχνης, αλλά και όσοι έχουν σχέση με τα πάρκα και το περιβάλλον. Αυτός ο συνδυασμός πάρκου, βιβλιοθήκης, λυρικής και το υδάτινο στοιχείο, δεν είναι κάτι που μπορείς να το βρεις εύκολα».
Τον ρωτώ αν θεωρεί ότι το ΚΠΙΣΝ θα αλλάξει τον πολιτιστικό χάρτη της Αθήνας, ακόμα και ολόκληρης της Ελλάδας. Ο ίδιος προτιμά να χαρακτηρίσει το κέντρο Πολιτισμού ως ένα περιβάλλον παρατήρησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς:
«Δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου ως άνθρωπο του πολιτισμού, παρότι δούλεψα σε αυτόν. Θα έλεγα ότι είναι ένα περιβάλλον για να παρατηρεί κανείς την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αυτό είναι για μένα το κέντρο Πολιτισμού. Ένα μέγεθος που παρατηρούμε το πως λειτουργούν και συμπεριφέρονται οι άνθρωποι. Γιατί ξέρετε, οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν το καλύτερο και το χειρότερο. Το θέμα λοιπόν είναι να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον που θα τους προδιαθέτει για το καλύτερο. Πιστεύω ότι θα υπάρξουν άνθρωποι που δεν θα φερθούν καλά στον χώρο στην αρχή, θα υπάρξουν προβλήματα. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει τον πολιτιστικό χάρτη».
«Φαίνεται όλο και περισσότερο ότι το έργο ανήκει στην ελληνική κοινωνία και τους Έλληνες».
Ολοκληρώνω την συζήτησή μας με μια απορία: Είχατε αντίλογο σε όλο αυτό ; Στην Ελλάδα ζούμε, κάθε τι θετικό πολλές φορές φαίνεται να βρίσκει και αντιδράσεις:
«Δεν υπάρχει κανένας αντίλογος, απλώς φαίνεται όλο και περισσότερο ότι αυτό το έργο ανήκει στην Ελληνική κοινωνία και στους Έλληνες. Ο τρόπος που οι άνθρωποι και τα μέσα το υποστηρίζουν δείχνουν ότι είναι μια ανάγκη και εγώ θα εύχομαι αργότερα να υπάρξει διάλογος, γιατί αυτό θα βοηθήσει το έργο να αναπτυχθεί».